Φάνταζε σχεδόν ανίκητος. Στο δρόμο, στη σκηνή, στη μεγάλη οθόνη.
Είχε το χάρισμα να σε καθηλώνει από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο του στίχο, ισορροπώντας ανάμεσα στο εγκόσμιο και το υπερβατικό με μια μοναδική αύρα αυθεντικότητας που κατέκλυζε ανάμεικτα συναισθήματα: αγάπη, θυμό, φόβο, χαρά, απόγνωση, μεταμέλεια, βία.
Σε κάθε τραγούδι του άκουγες το ίδιο τρομακτικό αλύχτημα, σαν να πρόκειται για λυσσασμένο σκυλί που παραμονεύει το θύμα του στα έγκατα της γης. Δεν ήταν κάποια χθόνια θεότητα που επέλεξε να θυσιαστεί για τις αμαρτίες της ανθρωπότητας αλλά ένας ευσεβής ραπ προφήτης που έδινε μια διαρκή μάχη με τους εσωτερικούς του δαίμονες κι έκανε τον κόσμο να ταυτιστεί με τους συναισθηματικούς πόνους που τον συνόδευαν από τη βρεφική του ηλικία.
Σκυλίσια ζωή
Ο DMX, κατά κόσμον Earl Simmons, γεννήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 1970 στο Μάουντ Βέρνον της Νέας Υόρκης, την καρμική «χρονιά του σκύλου». Ο 18χρονος τότε πατέρας του, Joe Barker, ένας καλλιτέχνης που ζωγράφιζε τοπία του δρόμου σε ακουαρέλα για να τα πουλήσει σε τοπικές εκθέσεις κι εμπορικά κέντρα, όχι μόνο ήταν αρνητικός στη διατήρηση της εγκυμοσύνης της κατά ενός έτους μεγαλύτερης συζύγου του, Arnett Simmons, αλλά ήταν απών και στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του γιου του, με αποτέλεσμα να κόψει κάθε επαφή με την οικογένεια αμέσως μετά τη γέννησή του και να μετακομίσει στη Φιλαδέλφεια.
Ο μικρός Earl μεγάλωσε δύσκολα παιδικά χρόνια πλάι στις πέντε αδερφές του στο Γιόνκερς, μια πόλη βόρεια του Μπρονξ όπου μέχρι τη δεκαετία του 1980 ίσχυε ακόμα ο φυλετικός διαχωρισμός στα δημόσια σχολεία και τη δημόσια στέγαση. Η φτώχεια τον ανάγκαζε να κοιμάται στο πάτωμα μαζί με κατσαρίδες και ποντίκια ενώ υπέφερε από αλλεργίες και χρόνιο βρογχικό άσθμα, περνώντας συχνά τα βράδια του στα επείγοντα.

Στην προεφηβεία του, φλέρταρε επικίνδυνα με το θάνατο όταν ένας οδηγός υπό την επήρεια αλκοόλ τον τραυμάτισε σοβαρά περνώντας με κόκκινο φανάρι. Η κατηγορηματική για λόγους θρησκοληψίας άρνηση της μητέρας του να δεχθεί έναν πιθανό διακανονισμό της τάξης των 10.000 δολαρίων με τον εκπρόσωπο της ασφαλιστικής εταιρείας του δράστη, τον έκανε να απογοητευτεί προς στιγμήν από την πίστη του.
Παράλληλα, η ενδοοικογενειακή βία και κακοποίηση ήταν σχεδόν καθημερινό φαινόμενο. Δεν ήταν λίγες οι φορές που η μητέρα του τον καταριόταν και του ασκούσε τέτοια σωματική βία σε βαθμό που έχανε τα δόντια του και εμφάνιζε μώλωπες σε όλο του το πρόσωπο. Τη βία που δεχόταν κατά καιρούς στο σκοτεινό διαμέρισμα της μητέρας του, την ανταπέδιδε στο σχολείο πετώντας καρέκλες σε δασκάλους και «μαχαιρώνοντας» ένα παιδί στο πρόσωπο με μολύβι.
Για πρώτη φορά, μόλις στα 7 του χρόνια, βρέθηκε υπό την επήρεια βότκας ενώ την ίδια χρονιά οδηγήθηκε στη φυλακή για κλοπή μερικών κέικ από παντοπωλείο. Όταν αποβλήθηκε στην πέμπτη τάξη του δημοτικού εξαιτίας της κακής του συμπεριφοράς, η μητέρα του τον έστειλε με τη δικαιολογία της απλής επίσκεψης σε ένα ίδρυμα παίδων, καταλήγοντας να μείνει τελικά για 18 μήνες. Ήταν η χρονιά όπου μαζί με έναν από τους συνεργούς του συνελήφθη για απόπειρα εμπρησμού του ιδρύματος.

Η επιστροφή του στο σπίτι τον έκανε να σιχαθεί την οικογενειακή ζωή. Προκειμένου να αποφύγει την κακομεταχείριση της άστοργης μητέρας του άρχισε να ζει στους δρόμους του Γιόνκερς, να κοιμάται στους κάδους ρουχισμού της Ευαγγελικής Εκκλησίας «Salvation Army» και να κάνει παρέα με αδέσποτα σκυλιά: μια συντροφιά που θα ορίσει τον μετέπειτα τρόπο ζωής και την τέχνη του.
Στο πρόσωπο των αδέσποτων σκύλων βρήκε αυτό που δε βρήκε ποτέ στους περισσότερους ανθρώπους: την πίστη και την αφοσίωση. «Οι σφαίρες πηγαίνουν ευθεία, αλλά ένας σκύλος θα παραμένει πάντα στο στόχο του», έγραφε στην αυτοβιογραφία του.
Μάλιστα, λέγεται πως το 18 κιλών πίτμπουλ του, ο Boomer, έσπερνε στα υποψήφια θύματά του περισσότερο φόβο και τρόμο απ’ ό,τι η απειλή ενός όπλου.

Σαρξ εκ της σαρκός της gangsta rap
Αφού γνώρισε τους ανθρώπους κι αγάπησε τα ζώα, ο DMX ανακάλυψε και μια δεύτερη αγάπη, τη Hip-Hop. Οι εντυπωσιακές ικανότητές του στο beatbox ανάγκασαν έναν τοπικό ράπερ της Νέας Υόρκης ονόματι Ready Ron να αναλάβει αμέσως την καθοδήγησή του, ενθαρρύνοντάς τον να πάρει στα σοβαρά το χόμπι του.
Ωστόσο, εκτός από ραπ μέντοράς του, ο Ron τον «μύησε» ξεγελώντας τον μόλις στα 14 του και σε μια πολύ επικίνδυνη μορφή κοκαΐνης, το «woolie», ένα συνδυασμό κρακ και ηρωίνης που όπως αποδείχθηκε ήταν αρκετός για να πυροδοτήσει τον ισόβιο εθισμό του στα ναρκωτικά. «Δημιούργησε ένα τέρας», έλεγε αναφερόμενος στον Ron. «Η κοκαΐνη παραλίγο να μου κοστίσει τη ζωή κάποιες φορές».
Όντας διαρκώς εντός κι εκτός φυλακής, άλλοτε με την κατηγορία της κλοπής κι άλλοτε με αυτή της αυτοκινητοπειρατείας, ο «Dark Man X» άρχισε να γράφει τους δικούς του στίχους, να πραγματοποιεί εμφανίσεις σε τοπικά κέντρα αναψυχής για παιδιά και να ακονίζει τις δυνατότητές του στο battle rap παρέα με τους άλλους συγκρατούμενούς του, όπως τον K-Solo της κολλεκτίβας Hit Squad.

Λίγα χρόνια αργότερα, ξεκίνησε να παράγει τα δικά του demo mixtape ραπάροντας πάνω σε instrumental άλλων τραγουδιών και να τα πουλά σε κάθε γωνιά του δρόμου, χτίζοντας έτσι μια φανατική βάση οπαδών σε ολόκληρη τη Νέα Υόρκη. Τα demos του τον προσγείωσαν ξαφνικά στη φημισμένη στήλη «Unsigned Hype» του περιοδικού «The Source», μια στήλη για πρωτοεμφανιζόμενους κι ανερχόμενους καλλιτέχνες όπως ο Biggie, οι Capone-N-Noreaga και ο Eminem. Όμως, ο DMX έπρεπε να περιμένει μερικά χρόνια ακόμα μέχρι την εκτόξευσή του στη ραπ βιομηχανία.
Αφότου κέντρισε το ενδιαφέρον των αδερφών Joaquin, Darin, και Chivon Deen – ιδρυτών της Ruff Ryders και θείων του μετέπειτα μόνιμου παραγωγού του, Swizz Beatz– o X κέρδισε μια συμφωνία με την Ruffhouse, κυκλοφορώντας το παρθενικό του single «Born Loser». Η απογοητευτική του απήχηση όμως, υποχρέωσε τη δισκογραφική να τον διώξει με συνοπτικές διαδικασίες και να αφοσιωθεί στους ήδη πλατινένιους Cypress Hill και Kriss Kross.
Μετά το σύντομο πέρασμά του από τη θυγατρική της Columbia, ο DMX έμοιαζε με περιπλανώμενο σε έρημο.

Κυρίαρχος των charts
Ύστερα από σχεδόν επτά χρόνια «ξηρασίας» και αποτυχημένων προσπαθειών, ο X υπέγραψε το πολυπόθητο μεγάλο συμβόλαιο με την Def Jam και οι guest εμφανίσεις του στα single «24 Hrs. to Live» του Mase, «4, 3, 2, 1» του LL Cool J, και «Money, Power & Respect» των The LOX, τον ενέταξαν αμέσως στο πάνθεον της Hip-Hop.
Την ίδια στιγμή, το πρώτο του studio άλμπουμ «It’s Dark and Hell Is Hot» με τα εμβληματικά single «Get At Me Dog», «Stop Being Greedy» και «Ruff Ryders’ Anthem» αποτέλεσε ένα δίσκο-ορόσημο στην ιστορία της ραπ δισκογραφίας. Μέσα σε μόλις μια βδομάδα, το άλμπουμ έφτασε τις 251.000 πωλήσεις, καταφέρνοντας να σκαρφαλώσει στην κορυφή των Billboard charts και να γίνει τέσσερις φορές πλατινένιο.
Προτού καν κοπάσει η φρενίτιδα από την εμπορική επιτυχία του «It’s Dark and Hell Is Hot», μόλις έξι μήνες μετά, ήρθε και η κυκλοφορία του δεύτερου πολυπλατινένιου προσωπικού του δίσκου με τίτλο «Flesh of My Flesh», «Blood of My Blood», ένα άλμπουμ με συμμετοχές όπως αυτή της Mary J. Blige και του Marilyn Manson, που παρέμεινε στη Νο.1 θέση των charts για τρεις συνεχόμενες βδομάδες.
Όσο υπερβολικό κι αν ακούγεται, εκείνη την εποχή ο DMX βρισκόταν κυριολεκτικά παντού. Θα τον πετύχαινες είτε ως εμφανιζόμενο καλλιτέχνη σε κάποιο κομμάτι του Jay-Z, των Onyx, του Nas ή της Aaliyah, είτε ως πρωταγωνιστή κινηματογραφικών ταινιών όπως στο «Belly» και το «Romeo Must Die», είτε ακόμα κι ως cameo εμφάνιση σε βίντεο κλιπ της skate-punk μπάντας Sum 41, σε ρόλο οδηγού γουρούνας.
Τον Ιούλιο του 1999, στο Φεστιβάλ του Woodstock της Νέας Υόρκης, πραγματοποίησε την πιο ξεχωριστή εμφάνιση στην καριέρα του ραπάροντας χωρίς τη βοήθεια hypeman μπροστά σε περίπου 400.000 θεατές, ενώ το Δεκέμβριο του ίδιου έτους κυκλοφόρησε τον τρίτο, κορυφαίο σε πωλήσεις και πέντε φορές πλατινένιο δίσκο του «…And Then There Was X», με κομμάτια-σταθμούς όπως το θρυλικό «Party Up (Up In Here)» και το «What’s My Name?».
Λίγο πριν την αλλαγή του millennium, ο DMX θεωρούταν πια ο καλύτερος ράπερ σε ολόκληρο τον πλανήτη. Υπήρξε το αντίδοτο στην εποχή των λαμπερών κοστουμιών του Puff Daddy και της Bad Boy, στρώνοντας το έδαφος στο mainstream rap και τη νέα γενιά των γκάνγκστα ράπερ, διατηρώντας παράλληλα την ίδια ωμή, αυθεντική και hardcore αισθητική.

Με τον ερχομό του νέου αιώνα, ακολούθησαν δύο ακόμη πρωταγωνιστικοί ρόλοι του στη μεγάλη οθόνη, στο «Exit Wounds» (2001) με τον Στήβεν Σιγκάλ και το «Cradle 2 the Crave» (2003), καθώς και άλλες δύο επιτυχημένες κυκλοφορίες προσωπικών άλμπουμ, το «The Great Depression» (2001) και το «Grand Champ» (2003), καθιστώντας τον το μοναδικό ράπερ στη μακρόχρονη ιστορία της Hip-Hop του οποίου τα πέντε πρώτα άλμπουμ φιγούραραν στη Νο.1 θέση των Billboard charts.
Η πτώση
Στη μετά-Def Jam εποχή, η καριέρα του ράπερ απ’ το Γιόνκερς άρχισε βαθμιαία να παίρνει την κατιούσα και ο αμερικανικός Τύπος έφτασε στο σημείο να ασχολείται με οτιδήποτε άλλο εκτός από τη μουσική του. Τα εντάλματα σύλληψης εις βάρος του διαδέχονταν το ένα μετά το άλλο, με αποτέλεσμα ο DMX να περάσει το κατώφλι των φυλακών συνολικά 30 φορές για διαφορετικά αδικήματα κάθε φορά: κατοχή ναρκωτικών ουσιών, κακομεταχείριση ζώων, παράνομη κι επικίνδυνη οδήγηση, παράνομη οπλοκατοχή, απόπειρα βιαιοπραγίας εναντίον αστυνομικών, κλοπή, μη καταβολή διατροφής, παραβίαση της αναστολής του, φοροδιαφυγή κ.α.

Η προσωπική του ζωή έγινε βορά και του σκανδαλοθηρικού Τύπου. Υπήρξε πατέρας 15 παιδιών από 9 διαφορετικές γυναίκες, πρωταγωνίστησε με τη –για πολλά χρόνια– σύζυγό του, Tashera Simmons, στο ριάλιτι «Couples Therapy» του δικτύου VH1, κήρυξε πτώχευση εξαιτίας ανεξόφλητων οφειλών διατροφής, και καταδικάστηκε ξανά σε ποινή φυλάκισης 6 μηνών για οφειλές ύψους 400.000 δολαρίων.
Η διπολική του διαταραχή και ο εθισμός του στα ναρκωτικά τον οδήγησαν για περισσότερες από τρεις φορές σε κλινικές αποτοξίνωσης, ενώ για μια ακόμη φορά φλέρταρε επικίνδυνα με το θάνατο όταν το Φεβρουάριο του 2016, βρέθηκε λιπόθυμος στο πάρκινγκ του ξενοδοχείου Ramada. Ο DMX ισχυρίστηκε πως ήταν απλά μια κρίση άσθματος, ωστόσο το παραϊατρικό προσωπικό που τον επανέφερε στη ζωή του χορήγησε ενδοφλέβια ναλοξόνη (Narcan), καταφέρνοντας έτσι την ταχεία αναστροφή της δράσης των οπιοειδών.
Ύστερα από την οριστική του αποφυλάκιση στις αρχές του 2019, ο X έκανε τη δυναμική του επανεμφάνιση στα μουσικά δρώμενα επιστρέφοντας ξανά στην παλιά του «στέγη» όπου μεγαλούργησε, την Def Jam. Έδειχνε πλέον πρόθυμος να βάλει ένα τέλος στο σκοτεινό παρελθόν του και να γυρίσει μια νέα σελίδα στη ζωή του. Η guest εμφάνισή του στο βίντεο κλιπ των The LOX «Bout Shit» το καλοκαίρι του 2020 ήταν ίσως η κορυφαία μουσικά στιγμή του στη διάρκεια αυτής της δεκαετίας, και με αφόρμηση αυτή τη συμμετοχή ανακοίνωσε απροσδόκητα την κυκλοφορία του νέου του άλμπουμ με ονόματα-εκπλήξεις όπως αυτά του Snoop Dogg, του Lil Wayne, της Alicia Keys, του Bono, του Usher και πολλών άλλων.
Όμως, όσο απροσδόκητη ήταν η προαναγγελία του νέου του δίσκου, άλλο τόσο απροσδόκητη ήταν κι η είδηση του θανάτου του. Μόλις δύο μήνες μετά, στις 9 Απριλίου 2021, ο DMX άφησε την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο White Plains της Νέας Υόρκης, διασωληνωμένος επί μια βδομάδα από υπερβολική δόση ναρκωτικών. Εκείνο το διάστημα, πλήθος κόσμου είχε συγκεντρωθεί έξω από το νοσοκομείο προκειμένου να του συμπαρασταθεί έστω και την ύστατη ώρα.

Κάποτε, η διάσημη ράπερ και συνοδοιπόρος του στη Ruff Ryders, Eve, είχε συνοψίσει επαρκέστατα τη διαδρομή του DMX με την εξής φράση: «Κατέκτησε τον κόσμο αλλά έχασε την ψυχή του». Ίσως τώρα λοιπόν, ο άλλοτε «Κέρβερος» της Hip-Hop που ενέπνευσε αμέτρητους θαυμαστές με τα τραγούδια του να βρήκε επιτέλους τη γαλήνη που τόσο πολύ αποζητούσε.
