It’s bigger than Hip-Hop: Όταν το Hip Hop συναντά την πολιτική

Δεκαετία 1970, ΗΠΑ. Η Νέα Υόρκη βρίσκεται στο χείλος της οικονομικής καταστροφής. Μετά την άρνησή της να ικανοποιήσει τα διαρκή αιτήματα της πόλης για οικονομική διάσωση, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση Φορντ αποφασίζει στις 29 Οκτωβρίου 1975 τη διακοπή της χρηματοδότησης στον υπερχρεωμένο δήμο του «Μεγάλου Μήλου». Την επόμενη μέρα, η εφημερίδα «New York Daily News» γράφει στο πρωτοσέλιδό της: «Φορντ προς Νέα Υόρκη: Ψοφήστε».

Μέχρι να ξεσπάσει η χρηματοπιστωτική κρίση, η Νέα Υόρκη θύμιζε έναν «σοσιαλδημοκρατικό παράδεισο» με παροχές μιας ευρείας γκάμας δημόσιων υπηρεσιών. Στην πόλη υπήρχαν 19 δημόσια νοσοκομεία, δημόσιες συγκοινωνίες, δημόσια στέγαση και δημόσιοι βρεφονηπιακοί σταθμοί. Ένα μεγάλο ποσοστό της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης των κατοίκων καλυπτόταν από το ομοσπονδιακό κράτος ενώ ακόμα και η φοίτηση στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης ήταν δωρεάν, μιας και τα δίδακτρα στην ανώτατη εκπαίδευση πρωτοεπιβλήθηκαν το 1975. Με τα σημερινά πολιτικά δεδομένα, μέχρι και ο τέως Ρεπουμπλικανός πρόεδρος, Ρίτσαρντ Νίξον, θα θεωρούταν από τους υπερσυντηρητικούς κύκλους του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος ως ένας «προοδευτικός σοσιαλιστής».

Όταν η πόλη βυθίστηκε στην κρίση, ο δήμος απευθύνθηκε στις τράπεζες και εκείνες εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία ζητώντας ως αντάλλαγμα για τη χρηματοδότησή του περικοπές μισθών στο δημόσιο, απολύσεις δημοτικών υπαλλήλων, περικοπές δαπανών σε νοσοκομεία, σχολεία και δημόσιες υπηρεσίες, αυξήσεις στα δίδακτρα του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης καθώς και στα εισιτήρια των μέσων μαζικής μεταφοράς. Όλα τα κεκτημένα που η εργατική τάξη κατάφερε να αποκτήσει με αίμα καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα καταπατήθηκαν από ένα λόμπι τραπεζιτών οι οποίοι μετέτρεψαν την πόλη σε κέντρο ενός άκρατου νεοφιλελευθερισμού, διαλύοντας κάθε έννοια κοινωνικής πρόνοιας.

Τα προβλήματα των κατώτερων κοινωνικά τάξεων οξύνθηκαν και εκείνοι που χτυπήθηκαν περισσότερο από τη νεοφιλελεύθερη προσαρμογή της πόλης ήταν οι λατινοαμερικανοί μετανάστες και οι φτωχοί αφροαμερικανοί. Όμως, η δίνη της καπιταλιστικής κρίσης είχε ήδη δώσει το έναυσμα στις αποκλεισμένες κοινότητες για τη δημιουργία κάτι νέου, ριζοσπαστικού και επαναστατικού.

Προτού γίνει γνωστό για τα μπαρ και τα κλαμπ του, το Μπάουερι στο Μανχάτταν της Νέας Υόρκης φημιζόταν για τα εγκαταλελειμμένα του κτίρια και ένα μεγάλο ποσοστό του άστεγου πληθυσμού (Photo: Leland Bobbé/lelandbobbe.com)

Μόλις λίγα χρόνια πριν, στις 11 Αυγούστου 1973 στο Νότιο Μπρονξ της Νέας Υόρκης, ένα από τα αμέτρητα block parties που πραγματοποιούνταν εκείνη την εποχή υπήρξε η αφορμή για αυτό που αργότερα θα έμενε στην ιστορία ως Hip-Hop κουλτούρα.

Ήταν το πάρτυ επανένταξης στο σχολείο της Cindy Campbell, αδελφής του ιδρυτή και «πατέρα» του Hip-Hop, DJ Kool Herc, στον αριθμό 1520 της Λεωφόρου Sedgwick, ένα πολυώροφο διαμέρισμα γνωστό και ως το «καταφύγιο των οικογενειών της εργατικής τάξης».

Το καινούργιο αυτό είδος μουσικής δεν απαιτούσε να έχει κανείς ιδιαίτερη φωνή ή κάποιες εξεζητημένες μουσικές γνώσεις. Αρκούσε μόνο ένας DJ να σκρατσάρει τους δίσκους με τα πικάπ, να τους κόβει με το μίκτη και να δημιουργεί πρωτότυπα beat απ’ τα breaks. Στην πορεία, προστέθηκε o MC για να διασκεδάσει το κοινό και να δώσει νόημα στη μουσική τελετή. Τα αστεία του γίνονταν ρίμες, κι οι ρίμες του τραγούδια. Οι χορευτές (b-boys) εφηύραν τότε ένα αυτοσχέδιο είδος χορού, το b-boying, ενώ ταυτόχρονα τα γκραφίτι σε τοίχους και βαγόνια μετατράπηκαν σε ένα είδος σύγχρονης τέχνης. Το παζλ των τεσσάρων βασικών στοιχείων της κουλτούρας του Hip-Hop είχε πια συμπληρωθεί.

Η εμφάνιση του conscious hip hop

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 και μετά, η «γενέτειρα» του Hip-Hop θύμιζε πόλη υπό πολιορκία. Σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής μεταξύ 1970 και 1980, το Νότιο Μπρονξ είχε χάσει πάνω από το 97% των κτιρίων του σε πυρκαγιές.

Mε καταγεγραμμένους 13.572 εμπρησμούς (αριθμός ρεκόρ) το 1976, η πόλη βίωνε την απόλυτη αστική παρακμή καθώς απαριθμούσε περισσότερες φωτιές από ό,τι αθροιστικά το Σικάγο, το Ντιτρόιτ, το Λος Άντζελες και η Φιλαδέλφεια. Όπως εξιστορούσε το ντοκιμαντέρ του BBC «The Bronx is Burning» για το έτος 1972, «η χειρότερη περιοχή ήταν το Νότιο Μπρονξ, όπου πέρυσι η Πυροσβεστική δέχθηκε περισσότερες από 10.000 κλήσεις, κατά μέσο όρο δηλαδή μία κλήση ανά 45 λεπτά, μέρα και νύχτα, κάθε ημέρα του χρόνου».

Το αφήγημα που προωθούταν από τα ΜΜΕ για δεκαετίες ήταν ότι για τις πυρκαγιές ευθύνονταν οι κάτοικοι του Μπρονξ και συγκεκριμένα οι τοπικές συμμορίες. Ωστόσο, όπως εξηγούσαν οι σκηνοθέτιδες του ντοκιμαντέρ του PBS «Decade of Fire» (2019), Βίβιαν Βάσκεζ Ιριζάρι και Χέλτσεν Χίλντεμπραν, οι ιδιοκτήτες των κτιρίων ήταν εκείνοι που έβαζαν εμπρηστές να τα πυρπολήσουν προκειμένου να παίρνουν τα χρήματα από τις ασφαλιστικές εταιρείες.

Το κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον που επικρατούσε εκείνη την εποχή δεν επέτρεπε στο Hip-Hop να μείνει ουδέτερο. Γρήγορα ο στίχος άρχισε να προβάλλει την ωμή καθημερινή πραγματικότητα και να την καταγγέλλει. Από καταγγελτικός, ο στίχος έγινε πολιτικός, και από πολιτικός βαθιά ταξικός και ριζοσπαστικός. Έτσι, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, γεννήθηκε το ενσυνείδητο hip hop (conscious hip hop).

Η πρώτη απόπειρα έγινε το 1982 με το «The Message» από τους Grandmaster Flash & the Furious Five, ένα κομμάτι του οποίου οι στίχοι περιέγραφαν τη φτώχεια και την καταπίεση που βίωναν οι κάτοικοι των υποβαθμισμένων περιοχών. Το «The Message» αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για μεταγενέστερα Hip-Hop σχήματα και παρά το χλιαρό πολιτικό του στίχο, κατάφερε να προσφέρει μια εύστοχη και αρκετά γλαφυρή κοινωνική κριτική, εν αντιθέσει με παλαιότερα κομμάτια του είδους που ο ήχος τους παρέπεμπε ξεκάθαρα σε μουσική για disco πάρτυ.

Το 1985, στο Λονγκ Άιλαντ της Νέας Υόρκης, δημιουργήθηκε ένα από τα εμβληματικότερα πολιτικά συγκροτήματα στην ιστορία του Hip-Hop. Με σαφείς επιρροές από την αφροαμερικανική παράδοση όπως το κίνημα Black Power και το Κόμμα των Μαύρων Πανθήρων αλλά και από spoken-word καλλιτέχνες όπως οι Last Poets και ο Gil Scott-Heron, οι Public Enemy έφεραν την επανάσταση στο μαύρο αστικό ήχο.

Η σκληρή τους κριτική στα κυρίαρχα ΜΜΕ των ΗΠΑ, σε συνδυασμό με την κύρια θεματολογία των κομματιών τους που μιλούσαν για ανυπακοή, πάλη, μαύρη υπερηφάνεια και εξουσία στο λαό ανάγκασαν μουσικοκριτικούς και ιστορικούς να τους κατατάξουν στα πιο ριζοσπαστικά συγκροτήματα της εποχής τους.

Ο αφροκεντρικός στίχος των P.E. ενέπνευσε πλήθος συγκροτημάτων και καλλιτεχνών να ασχοληθούν με τα ζητήματα της μαύρης κοινότητας. Οι Jungle Brothers, οι Arrested Development, οι Poor Righteous Teachers, οι X-Clan, ο Paris και ο Lakim Shabazz είναι μόνο μερικά από τα ονόματα που ανέπτυξαν το κοινωνικοπολιτικό ραπ.

Βέβαια, η πλειοψηφία αυτών των συγκροτημάτων μολονότι αναγνώριζε την ταξική διαίρεση της κοινωνίας, δεν επικεντρωνόταν σε βαθύτερα και πιο ουσιαστικά πολιτικά ζητήματα αλλά στεκόταν κυρίως στο φυλετικό κομμάτι. Ακόμα κι αν ο εχθρός τους αντικατοπτριζόταν στην αρχετυπική εικόνα ενός μέσου πλούσιου λευκού Αμερικανού, εντούτοις η φυλή ήταν εκείνη που βρισκόταν περισσότερο στο επίκεντρο της κριτικής τους και λιγότερο η οικονομική επιφάνεια του εκάστοτε αφεντικού-εκμεταλλευτή.

Στη διαμόρφωση αυτής της φυλετικοκεντρικής νοοτροπίας των λευκών εχθρών, καταλυτικός ήταν ο ρόλος που διαδραμάτισαν τα δύο ισχυρότερα θρησκευτικά και πολιτικά κινήματα εκείνης της εποχής: το «Έθνος του Ισλάμ» υπό τη μετέπειτα καθοδήγηση του Malcolm X και το «Five-Percent Nation» ή αλλιώς «Five Percenters». Και οι δύο αυτές θρησκευτικοπολιτικές οργανώσεις, πέρα από την ανωτερότητα των μαύρων και ορισμένες συντηρητικές προσεγγίσεις για τη φύση του ανθρώπου, κήρυτταν πως «ο λευκός είναι ο διάβολος» που βασανίζει τους μαύρους.

Η ανάδυση του gangsta rap

Παράλληλα με το conscious rap, έκανε την εμφάνισή του και το gangsta rap, το οποίο φάνηκε προς στιγμήν ότι εκπροσωπούσε μια μικρή παραλλαγή του ενσυνείδητου hip hop. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το κομμάτι «Fuck the Police» των N.W.A., ένα τραγούδι-σύμβολο κατά της αστυνομικής βίας που υπεράσπιζε τα δικαιώματα της μαύρης κοινότητας, αποδομώντας την άποψη των αστυνομικών πως όλοι οι μαύροι και γενικά οι μειονότητες είναι εγκληματίες και έμποροι ναρκωτικών.

Η προσπάθεια ωστόσο των καλλιτεχνών να δώσουν έμφαση στην επικίνδυνη ζωή των γκέτο και των γεμάτων από συμμορίες δρόμων οδήγησε μοιραία στην εξιδανίκευση του χρήματος, των όπλων και των ναρκωτικών.

Όταν δε, οι δισκογραφικές εταιρείες μπήκαν στην εξίσωση και «ανέλαβαν τα ηνία», το Hip-Hop άρχισε να μεταλλάσσεται και να απεμπολεί σταδιακά το πολιτικό του στίγμα προωθώντας όλα εκείνα τα υπερκαταναλωτικά πρότυπα που πλαισιώνουν το αμερικανικό όνειρο. Κατά πλήρη αντιστοιχία με την «Παιδαγωγική των Καταπιεσμένων» του βραζιλιάνου φιλοσόφου, Πάουλο Φρέιρε, ο κανόνας ήθελε τους gangsta ράπερ να μιμούνται άθελά τους τον καταπιεστή τους θεωρώντας πως οι γυναίκες, η δόξα και τα πλούτη έχουν μεγαλύτερη αξία από μια επαρκή και αξιοπρεπή ζωή. Ακόμα κι όταν υπήρχαν κάποια ψήγματα πολιτικής και κοινωνικής αμφισβήτησης, αυτά κατέληγαν γρήγορα στο να περιστρέφονται γύρω από την τυφλή διαμαρτυρία και την παρανομία.

Πλέον, το εμπορικό hip hop ταυτιζόταν αρκετά συχνά με το ρατσισμό, το σεξισμό, το μισογυνισμό, την ομοφοβία και το ναρκισσισμό. Ευτυχώς όμως, το πολιτικό hip hop δεν μας εγκατέλειψε τόσο νωρίς.

Το conscious hip hop επιστρέφει με άρωμα σοσιαλισμού

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, δημιουργήθηκε στο Όουκλαντ της Καλιφόρνια ένα από τα σπουδαιότερα και πιο πολυσχιδή συγκροτήματα του χώρου με επιρροές από την punk, funk και soul μουσική. Από το πρώτο κιόλας κομμάτι του παρθενικού τους άλμπουμ «Kill My Landlord», ο frontman της μπάντας The Coup, παραγωγός και ακτιβιστής, Boots Riley, προτρέπει τον ακροατή να διαβάσει το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» και να γνωρίσει τον Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, τον Μάο Τσε Τουνγκ, τον Κβάμε Νκρούμαχ και τον Τζερόνιμο Πρατ.

“Presto, read the Communist Manifesto
Guerillas in the midst, a Guevara named Ernesto”.

Το ενδιαφέρον του Riley για την πολιτική ξεκίνησε από πολύ μικρή ηλικία. Μόλις στα 14 του, προσχώρησε στη «Διεθνή Επιτροπή Ενάντια στο Ρατσισμό» (InCAR), ενώ ένα χρόνο αργότερα έγινε μέλος του Προοδευτικού Εργατικού Κόμματος (PLP), μιας μαρξιστικής-λενινιστικής οργάνωσης των ΗΠΑ, που είχε συμμετάσχει στο κίνημα κατά του Πολέμου στο Βιετνάμ.

Οι The Coup επικρίνουν στα κομμάτια τους την αμερικανική πολιτική, ραπάρουν ενάντια στην αστυνομική βαρβαρότητα, την πατριαρχία, τον εθισμό στην κάνναβη, και καυτηριάζουν τον καπιταλισμό όπως για παράδειγμα με το να προτείνουν «5 εκατομμύρια τρόπους για να σκοτώσει κανείς ένα Διευθύνοντα Σύμβουλο».

Στα μέσα της δεκαετίας, δημιουργήθηκε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης ένα από τα πιο πολιτικοποιημένα συγκροτήματα στην ιστορία που μας ξεκαθαρίζει πως η μουσική την οποία παράγει είναι κάτι «μεγαλύτερο από το Hip-Hop» (“It’s bigger than Hip-Hop”). Οι dead prez έφεραν ξανά στο προσκήνιο το αφροκεντρικό ραπ μέσω των Μαύρων Πανθήρων, αυτή τη φορά όμως με αμιγώς σοσιαλιστικά χαρακτηριστικά.

Μέσα από τα τραγούδια του πρώτου τους άλμπουμ «Let’s Get Free» που κυκλοφόρησε με την έλευση της νέας χιλιετίας, τα δύο μέλη του συγκροτήματος M-1 και stic.man παλεύουν για το σοσιαλισμό και την κοινωνική δικαιοσύνη, και μας κάνουν να αναρωτηθούμε κατά πόσο είμαστε διατεθειμένοι να διεκδικήσουμε την ελευθερία μας θέτοντας το δίλημμα: «Lexus, BMW και περιδέραια ή δικαιοσύνη, όνειρα και ελευθερία;».

“You would rather have a Lexus or justice?
A dream or some substance?
A Bimmer, a necklace or freedom?”.

Στο ίδιο μήκος κύματος με τους ακτιβιστές Boots Riley και dead prez κινήθηκαν και άλλα Hip-Hop συγκροτήματα ή καλλιτέχνες.

Σε αυτούς συγκαταλέγονται ενδεικτικά οι The Roots, το δίδυμο των Black Star, Talib Kweli και Mos Def, οι The Dope Poet Society του Καναδού ράπερ και καθηγητή Αφρικανικών Σπουδών, ProfessorD.us, οι βρετανικής καταγωγής ακτιβιστές Lowkey και Akala, καθώς και ο Brother Ali, ο ράπερ από τη Μιννεάπολη που κατονόμαζε ευθέως τις ΗΠΑ «United Snakes» και του οποίου η επιτυχία «Uncle Sam Goddamn» ανάγκασε το Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας των ΗΠΑ να «παγώσει» τα τραπεζικά εμβάσματα στο λογαριασμό της δισκογραφικής «Rhymesayers».

“Welcome to the United Snakes
Land of the thief, home of the slave
The grand imperial guard where the dollar is sacred, and power is God”.

Ανάμεσα στους αντισυστημικούς, ριζοσπάστες αριστερούς ράπερ-ακτιβιστές των αρχών της δεκαετίας των 00’s συναντάμε και έναν εκ των κορυφαίων ανεξάρτητων ενσυνείδητων ράπερ: τον αυτοαποκαλούμενο «επαναστάτη καλλιτέχνη», Immortal Technique.

Γεννημένος σε ένα στρατιωτικό νοσοκομείο στη Λίμα του Περού, ο κατά κόσμον Felipe Andres Coronel απέκτησε το προσωνύμιό του στα γκέτο των ισπανόφωνων του Χάρλεμ της Νέας Υόρκης και κατάφερε να ενταχθεί στις λίστες με τους ανερχόμενους underground ράπερ παρακάμπτοντας τις μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες. Το πρώτο του άλμπουμ «Revolutionary Vol. 1» με εξώφυλλο ένα μικρόφωνο σε σχήμα σφυροδρέπανου και μερικούς νεκρούς αστυνομικούς, ηχογραφήθηκε και πωλήθηκε αποκλειστικά από τον ίδιο στους δρόμους και τις συναυλίες του.

Οι στίχοι των τραγουδιών του καλύπτουν ένα ευρύ θεματικό φάσμα και εκτείνονται από την καταδίκη των ταξικών διακρίσεων και του αμερικανικού ιμπεριαλισμού μέχρι την υπεράσπιση της Κουβανικής Επανάστασης και της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής προοπτικής.

Σε ένα από τα πιο πολιτικά του κομμάτια με βαθιά αντι-αποικιοκρατικό στίγμα, το «3rd World», ο Immortal Technique δεν στέκεται τόσο στο αφροκεντρικό κομμάτι των προαναφερθέντων καλλιτεχνών του Black Power που ενδεχομένως να έβλεπαν ένα μαύρο πρόεδρο ως την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον, αλλά υπογραμμίζει πως ακόμα και αν οι Αμερικανοί εξέλεγαν ένα μαύρο πρόεδρο, όπως και συνέβη ένα χρόνο μετά με την περίπτωση Ομπάμα, τότε αυτό θα ήταν εξίσου ανώφελο γιατί πολύ απλά δεν ήταν εκείνος που θα έλεγχε την οικονομία.

“And they might even have a black president, but he’s useless
‘Cause he does not control the economy, stupid!”.

Από την άλλη, περισσότερο αναρχικές θέσεις στα κομμάτια του εξέφραζε ο διάσημος ράπερ-ακτιβιστής από το Σικάγο, Lupe Fiasco, ο οποίος πριν από αρκετά χρόνια είχε προκαλέσει σάλο όταν σε τηλεοπτική του συνέντευξη είχε χαρακτηρίσει τον Μπαράκ Ομπάμα «τρομοκράτη».

Ως υπέρμαχοι του ελευθεριακού σοσιαλισμού μας συστήνονται ακόμη ο Emcee Lynx, δημιουργός της folk-rap μπάντας Beltaine’s Fire, που αντλεί επιρροές από τον Νόαμ Τσόμσκι, την Έμμα Γκόλντμαν, τον Μιχαήλ Μπακούνιν και τον Πιέρ-Ζοζέφ Προυντόν, ο P.O.S., o συνιδρυτής της δισκογραφικής κολεκτίβας «Anticon», Sole, οι πολυταξιδεμένοι κοσμοπολίτες, Drowning Dog & Malatesta, οι Direct Raption, οι Residence Anti-Hero, οι Test Their Logik, ο Comrade Malone, καθώς επίσης η Hip-Hop κολλεκτίβα από τη Νότιο Αφρική, Soundz of the South (SOS), και η αργεντινο-γαλλικής καταγωγής, Keny Arkana.

Το πολιτικό hip hop σήμερα

Δεδομένης της κυριαρχίας του mainstream rap και των υποειδών του την τελευταία δεκαετία (mumble rap, emo rap, trap κ.ο.κ.), το ενσυνείδητο hip hop βρίσκεται πια στο ναδίρ του. Σήμερα, τα μεγαλύτερα ονόματα της αμερικανικής ραπ σκηνής, όχι μόνο δεν ασκούν κριτική στην επικρατούσα πολιτική και οικονομική τάξη, αλλά καταλήγουν να πέφτουν στην παγίδα της υποστήριξης πολιτικών προσώπων και δη, των εκλεκτών της Wall Street.

Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι στις τελευταίες προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, ο Jay-Z δήλωσε επίσημα την στήριξή του στην υποψήφια των Δημοκρατικών, Χίλαρι Κλίντον, ενώ ο στενός του φίλος και συνεργάτης, Kanye West, φωτογραφιζόταν πλάι στο νυν πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ.

Ελάχιστοι είναι οι καλλιτέχνες που κρατούν τα προσχήματα. Μερικοί εξ αυτών είναι το ραπ δίδυμο Run The Jewels των El-P και Killer Mike, ο Joey Bada$$, αλλά και το δίδυμο των Χιλιανών από το Μπρονξ, Rebel Diaz, που μας συστήνονται ως πολέμιοι του νεοφιλελευθερισμού και υπέρμαχοι της πολιτικής κληρονομιάς του Ούγκο Τσάβες, του Σαλβαδόρ Αλιέντε και του Φιντέλ Κάστρο. Από ‘κει και μετά, υπάρχουν ράπερ που καταγγέλλουν τη φτώχεια και την αστυνομική βία όπως ο Kendrick Lamar, αλλά μέχρι εκεί.

Είναι φανερό πλέον ότι το conscious rap πνέει τα λοίσθια αφού έχει αποκοπεί πλήρως από τις ρίζες του. Κάποτε ο Chuck D των Public Enemy, έλεγε ότι «η ραπ ήταν το CNN της μαύρης κοινότητας». Σήμερα, αυτό που επικρατεί είναι το απολιτίκ ραπ. Η πολιτική καταγγελία δεν πουλάει πια.