Memphis Rap: Το σκοτεινό διαμάντι του Αμερικανικού Νότου

Κάθε φορά που η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τη συμβολή του Αμερικανικού Νότου στην εξέλιξη και διαμόρφωση της Hip-Hop κουλτούρας, υπάρχει μια πόλη που μετά βίας τυγχάνει δίκαιης μεταχείρισης.

Χτισμένο πάνω σε ένα βραχώδες ύψωμα στη συμβολή των ποταμών Γουλφ και Μισισιπή, το Μέμφις έχει αποτυπωθεί για παραπάνω από μισό αιώνα στη συνείδηση των Αμερικανών ως «η πόλη όπου πέθανε το Όνειρο». Εκεί, οι κάτοικοι φροντίζουν να ενημερώνουν τον κόσμο ότι το 1968, στο ξενοδοχείο Λορέν, δολοφονήθηκε ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και πως αρκετά χρόνια αργότερα άφησαν την τελευταία τους πνοή μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα της σόουλ, ροκ εν ρολ και μπλουζ μουσικής που συνδέθηκαν με την πόλη του Τενεσί όπως ο Έλβις Πρίσλεϊ, ο Χάουλιν Γουλφ, ο Μπι Μπι Κινγκ, ο Τζόνι Κας και ο Άιζακ Χέις.

Κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’60, το Μέμφις ήταν το κέντρο των διαδηλώσεων του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων. Οι φυλετικές διακρίσεις και οι τραγικές συνθήκες εργασίας των εργαζομένων αποχέτευσης της πόλης, με αποκορύφωμα το θάνατο των Echol Cole και Robert Walker το Φεβρουάριο του 1968, πυροδότησαν τη μεγάλη απεργία των εργαζομένων στις υπηρεσίες καθαριότητας του δήμου η οποία κλιμακώθηκε με την παρουσία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στην πορεία της 28ης Μαρτίου.

Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και ο στενός του φίλος Ραλφ Αμπερνάθι, δεξιά, στην πορεία των εργαζομένων αποχέτευσης της 28ης Μαρτίου στο Μέμφις (Photo: Sam Melhorn/The Commercial Appeal via Associated Press)

Μετά τα επεισόδια στο δημαρχείο του Μέμφις και τη δολοφονία του αφροαμερικανού ακτιβιστή πάστορα, η κεντρική οδός της πόλης και «πατρίδα των μπλουζ» Beale Street –ένας δρόμος που έγινε θρύλος από το ομώνυμο τζαζ κομμάτι του W.C. Handy το 1917– περιήλθε σε φάση παρακμής. Δεκάδες επιχειρήσεις έκλειναν, λαϊκές αγορές εξαφανίζονταν και αρκετά από τα ιστορικά κτίρια της οδού παρέμεναν άδεια.

Στην υποβάθμισή της συνέβαλαν διάφοροι παράγοντες συμπεριλαμβανομένης της Μεγάλης Ύφεσης, του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και των αντεγκληματικών πολιτικών που έβαζαν στο στόχαστρο το λαθρεμπόριο ποτών και την πορνεία.

Άποψη του δημοτικού πάρκου Handy Park στη διασταύρωση των οδών Beale Street και Third Street το 1969 (Photo: A. Kendall/Memphis Public Library)

Η παρακμή της οδού οδήγησε έκτοτε πολλούς μαύρους να μεταφερθούν στo νοτιοανατολικό τμήμα της πόλης καθώς η κυβέρνηση υλοποιούσε προγράμματα πολεοδομικής ανάπλασης της περιοχής.

Το έργο της καθολικής ανακαίνισης της οδού ανατέθηκε στην αναπτυξιακή εταιρεία BSDC (Beale Street Development Corporation) που εξασφάλισε σε επιχορηγήσεις το συνολικό ποσό των 5,2 εκατομμυρίων δολαρίων. Από το 1969 και μετά, το κέντρο είχε μετατραπεί σε πόλη-φάντασμα με τα 625 κτίρια της Beale Street να φτάνουν το 1979 μόλις τα 65.

Σήμερα, τα αμέτρητα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης, εστιατόρια και καταστήματα στην καρδιά του κέντρου της πόλης καθιστούν την Beale Street ένα χωνευτήρι των μπλούζ του Δέλτα, της τζαζ, της R&B και της γκόσπελ μουσικής που αποτελεί πόλο έλξης για εκατομμύρια επισκέπτες.

Η Beale Street σήμερα (Photo: Marriott Traveler/Shutterstock)

Όμως, η γενέτειρα των μπλουζ ήταν πάντα μια σκοτεινή πόλη με «αγκάθια». Τουλάχιστον τα τελευταία 15 χρόνια, οι δείκτες εγκληματικότητας –συμπεριλαμβανομένων των βιασμών, των κλοπών, και των διαρρήξεων αυτοκινήτων– παραμένουν στα υψηλότερα επίπεδα από κάθε άλλη μητροπολιτική περιοχή των ΗΠΑ.

Το 2016, η αστυνομία της πόλης κατέγραψε συνολικά 228 δολοφονίες (67 περισσότερες από εκείνες του 2015), αριθμός που αυξήθηκε κατά 63% σε σχέση με το 2014. Όπως διαπιστώθηκε αργότερα από έρευνες του αστυνομικού τμήματος του Μέμφις, το ένα τρίτο των θυμάτων είχε εμπλακεί σε δραστηριότητες συμμοριών.

Με τα πιο πρόσφατα ποσοστά εγκληματικότητας να ανέρχονται στα 50 ανά 1.000 κατοίκους, το Μέμφις αποτελεί σήμερα τη δεύτερη πιο επικίνδυνη πόλη των ΗΠΑ μετά το Άνκορατζ στην πολιτεία της Αλάσκας.

Οι αφανείς ήρωες του Memphis Rap

Παρά την πλούσια μουσική και πολιτιστική κληρονομιά του, η μετάβαση του Μέμφις από τα μονοπάτια της σόουλ, του ροκ εν ρολ και των μπλουζ σε αυτά του Hip-Hop δεν ήταν καθόλου ομαλή.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, οι δισκογραφικές που έκαναν το Μέμφις μουσικό κόμβο όπως η θρυλική «Stax Records» δεν υπήρχαν πια. Οι νέοι είχαν βαρεθεί να ακούν τις ίδιες χαρούμενες electro-funk νότες που είχαν καθορίσει τη μέχρι τότε δεκαετία και η μουσική των παλαιότερων γενεών δεν συμβάδιζε πια με την ωμή πραγματικότητα του Μέμφις.

Απ’ την άλλη, το Hip-Hop έπρεπε κι εκείνο να ακολουθήσει το δικό του δρόμο. Και θα το κατάφερνε στα τέλη της δεκαετίας του ’80 με αρχές του ’90 μέσω της εκτενούς ανταλλαγής φθηνών κασετών που διηύθυνε ένας νεαρός DJ με ροπή προς απόκοσμους, υπόγειους και υπνωτικούς 808 ήχους: ο DJ Spanish Fly.

Ο «νονός του Memphis Rap» DJ Spanish Fly (Photo: Southern Rap Club)

Αρχικά, ο Fly εγκατέλειψε από νωρίς το σχολείο για να ασχοληθεί επαγγελματικά ως DJ ηλεκτρονικής μουσικής στο κλαμπ «Club No Name» παίζοντας underground κομμάτια που δεν υπήρχαν στις λίστες αναπαραγωγής των ραδιοφώνων.

Λίγο αργότερα, αφού έμαθε πώς παράγεται μια ραδιοφωνική εκπομπή αποκλειστικά με κασέτα, παρουσίαζε στο ραδιοφωνικό σταθμό «Magic 101.1 FM» τις πρώτες του εκπομπές ζωντανά από το ιστορικό κλαμπ του Μέμφις ενώ παράλληλα πουλούσε τα αμέτρητα mixtape του από τα μπροστινά παράθυρα του μαγαζιού.

Η ανταλλαγή των mixtape είχε αποκτήσει χαρακτήρα επιδημίας. Πλέον, όποιος ήθελε να διαδώσει τη μουσική του πήγαινε απευθείας στον Spanish Fly ή και σε άλλους πρωτοπόρους DJ’s του σκοτεινού ήχου του Μέμφις όπως ο DJ Squeeky, ο DJ Zirk (αμφότεροι από την παλαιότερη αφροαμερικανική κοινότητα των ΗΠΑ, τη γειτονιά του Orange Mound), ο DJ BK, ο DJ Sound, ο Blackout κ.α.

Ο DJ Squeeky και ο DJ Zirk (Photo Collage: Mediaclub/Discogs)

Ωστόσο, μολονότι η ιστορία του Μέμφις ως κέντρο της μαύρης μουσικής στον Αμερικανικό Νότο βοήθησε ως ένα βαθμό στην ανάδειξη του Hip-Hop, η πόλη δεν μπορούσε ακόμα να ανταγωνιστεί τα μεγαλύτερα περιφερειακά κέντρα όπως το Μαϊάμι, το Χιούστον, τη Νέα Ορλεάνη και την Ατλάντα.

Το Memphis Rap άρχισε να αναπτύσσεται στις αρχές της δεκαετίας ’90, όταν κυριάρχησε μια χορευτική φρενίτιδα βασισμένη σε samples του bounce τραγουδιού «Drag Rap (Triggaman)» των Showboys το οποίο αποτέλεσε την κινητήρια δύναμη πίσω από το χορό που διαδόθηκε στο Μέμφις και έγινε ευρύτερα γνωστός ως gangsta walk.

Από αυτή την τάση γεννήθηκαν και οι πρώτες κυκλοφορίες του SMK (South Memphis King), του Romeo και του Gangsta Pat, του πρώτου ράπερ από το Νότιο Μέμφις που σε ηλικία μόλις 18 ετών υπέγραψε συμβόλαιο με μεγάλη δισκογραφική εταιρεία, την Atlantic Records.

Στις αρχές προς μέσα του ’90, οι ράπερ με παρόμοιο underground ήχο άρχισαν να πληθαίνουν. Kingpin Skinny Pimp, Al Kapone, Tommy Wright III, Playa Fly, Princess Loko, Gangsta Blac, Lil Noid, Project Pat και Koopsta Knicca (θα μας απασχολήσει μεταγενέστερα) είναι μόνο μερικά από τα ονόματα που πρωτοστάτησαν στη διάδοση του ήχου του Μέμφις.

Ελαφρώς διαφορετική ήταν η περίπτωση ενός ραπ διδύμου που ξεκίνησε την καριέρα του μέσα από τα mixtapes του DJ Squeeky. Aν και γέννημα-θρέμμα του Orange Mound, οι 8Ball & MJG αναγκάστηκαν το 1992 να εγκαταλείψουν την πόλη εξαιτίας της μειωμένης απήχησής της και να μετακομίσουν στο Χιούστον και τη δισκογραφική «Suave House» του Τόνι Ντρέιπερ υιοθετώντας περισσότερο μια gangsta rap/g-funk αισθητική στα πρότυπα της Δυτικής Ακτής.

Μερικά από τα άλμπουμ των ’90s που καθόρισαν τον underground ήχο του Μέμφις (Photo Collage: Discogs/Amazon)

Οι Three 6 Mafia χτίζουν δυναστεία

Όσο ακόμα το Memphis Rap παρέμενε εσωστρεφές και άγνωστο στους ευρύτερους κύκλους, μια ομάδα ταλαντούχων νεαρών ράπερ με πάθος για τις ταινίες τρόμου και το μακάβριο ήταν αποφασισμένη να ταράξει τα νερά όχι μόνο της τοπικής underground ραπ σκηνής αλλά και της παγκόσμιας μουσικής βιομηχανίας.

Δύο ετεροθαλή αδέρφια από το Νότιο Μέμφις με ευρείες μουσικές γνώσεις έκαναν τα πρώτα τους βήματα στη ραπ ήδη από τα εφηβικά τους χρόνια. Ο τότε μόλις 12 ετών ράπερ και παραγωγός, DJ Paul και ο κατά τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος αδερφός του, Lord Infamous είχαν δημιουργήσει το δικό τους ραπ δίδυμο μοιράζοντας τα mixtape τους στο σχολείο υπό το αρχικό σχήμα «Da Serial Killaz».

Την ίδια στιγμή, ένας άλλος ράπερ από το Βόρειο Μέμφις, ο αδερφός του Project Pat, Juicy J μάθαινε από την ηλικία των 13 ετών την τέχνη του DJing και του ραπ. Από πολύ νωρίς, τόσο ο DJ Paul όσο και ο Juicy J, άρχισαν να γίνονται διάσημοι στα μπαρ της περιοχής τους ως DJ’s. Οι συχνές συναντήσεις τους και τα κοινά τους ακούσματα συνετέλεσαν στο να δημιουργήσουν μαζί με τον Lord Infamous τους «Backyard Posse» ενώ το 1994 δημιούργησαν το πρώτο τους αυτόνομο label με τίτλο «Prophet».

Ένα χρόνο αργότερα, το συγκρότημα υιοθέτησε προσωρινά την ονομασία «Triple Six Mafia», δείγμα της ψυχρής και σκοτεινής εικονογραφίας της μουσικής του. Η επίσημη αλλαγή του ονόματός τους σε Three Six Mafia έγινε με την μετέπειτα προσθήκη των τριών υπόλοιπων μελών του συγκροτήματος: του Koopsta Knicca, του Crunchy Black και της Gangsta Boo.

Η προσαρμογή της τελευταίας μάλιστα, ως του μοναδικού γυναικείου μέλους του σχήματος, δεν ήταν εύκολη αφού, όπως εξηγούσε και σε παλαιότερες συνεντεύξεις της, είχε εκδιωχθεί για μια βδομάδα από το ίδιο της το σπίτι όταν η μητέρα της ανακάλυψε πως είχε αγοράσει ένα βιβλίο μαγείας προκειμένου να «γίνει όσο το δυνατόν πιο μοχθηρή ανάμεσα στους πέντε ψυχοπαθείς ράπερ».

Οι Three Six Mafia (Photo: Last.fm)

Το πρώτο τους άλμπουμ με τίτλο «Mystic Styles», ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά παραδείγματα horrorcore ήχου με εκτενείς αναφορές στην ωμή βία, τα ναρκωτικά, τις σεξουαλικές πρακτικές και το θεϊστικό σατανισμό, έφτασε σε πωλήσεις τα 80.000 αντίτυπα και επηρέασε σημαντικά μια πλειάδα καλλιτεχνών της ραπ, αποτελώντας τον πρόδρομο της crunk μουσικής.

Το 1997, τα δύο ιδρυτικά μέλη των Three 6 Mafia δημιούργησαν την «Hypnotize Minds», μια ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία-διάδοχο της «Prophet» που αργότερα θα μετατρεπόταν σε υπερδύναμη.

Ήταν η χρονιά που ο τρίτος τους κατά σειρά δίσκος «Chapter 2: World Domination», με το σημαντικότερο μέχρι τότε στοιχείο της crunk «Tear Da Club Up ’97», ξεπέρασε σε πωλήσεις τα 800.000 αντίτυπα και σκαρφάλωσε στο Νο. 40 της λίστας του Billboard Top 200 λαμβάνοντας ταυτόχρονα χρυσή πιστοποίηση από την Ένωση Μουσικής Βιομηχανίας των ΗΠΑ (RIAA).

Στα τέλη της δεκαετίας, ο DJ Paul και ο Juicy J άρχισαν να επικεντρώνονται στην ανάπτυξη της «Hypnotize Minds» φέρνοντας κυρίως καλλιτέχνες της Prophet με σκοπό τη δημιουργία διάφορων συνεργατικών project. Απ’ αυτά ξεχώρισαν περισσότερο το μουσικό εγχείρημα «Three 6 Mafia Presents: Hypnotize Camp Posse» με τη συμμετοχή του ράπερ από την Ατλάντα, Pastor Troy και το άλμπουμ «CrazyNDaLazDayz» των Tear Da Club Thugz με το προκλητικό, πλην «χρυσό», solo hit του Juicy J, «Slob On My Knob».

Με την αλλαγή της χιλιετίας, οι Three 6 Mafia κυκλοφόρησαν το τέταρτο –και δεύτερο πιο επιτυχημένο– άλμπουμ τους «When the Smoke Clears: Sixty 6, Sixty 1», ένας δίσκος που περιείχε δύο από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του συγκροτήματος, το «Who Run It» και το «Sippin’ on Some Syrup», και έγινε πλατινένιος για το 1 εκατομμύριο πωλήσεις του.

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2000, δύο από τα μέλη του συγκροτήματος και ακόμα περισσότεροι εκ των συνεργατών του αποτελούσαν παρελθόν. Όμως, παρά τη διαφαινόμενη φθορά τους, οι Three 6 Mafia κατάφεραν μέσα σε μια διετία να φτάσουν στο απόγειο της καριέρας τους γράφοντας ιστορία.

Το 2005 κυκλοφόρησαν μακράν τον πιο επιτυχημένο εμπορικά δίσκο τους, το «Most Known Unknown», πουλώντας πάνω από 1,6 εκατομμύριο αντίτυπα με το κομμάτι «Stay Fly» να ανακηρύσσεται διπλά πλατινένιο ενώ ένα χρόνο αργότερα, τιμήθηκαν με το Βραβείο Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού για το κομμάτι «It’s Hard out Here for a Pimp» της ταινίας «Hustle & Flow».

Οι Three 6 Mafia έγιναν το πρώτο Hip-Hop συγκρότημα στην ιστορία που εμφανίζεται ζωντανά στα Βραβεία Όσκαρ της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών (AMPAS) και το δεύτερο ραπ συγκρότημα-καλλιτέχνης που κατακτά το συγκεκριμένο βραβείο μετά τον Eminem για το «Lose Yourself» στο «8 Mile».

Λίγο πριν το κλείσιμο της χρονιάς, το συγκρότημα πρόσθεσε και μια ακόμη επιτυχία ηχογραφώντας το soundtrack «It’s a Fight» για τις ανάγκες της θρυλικής σειράς ταινιών του Σιλβέστερ Σταλόνε, «Rocky Balboa». Το κομμάτι συμπεριλήφθηκε στη συλλογή «Rocky Balboa: The Best of Rocky» που κυκλοφόρησε το Δεκέμβριο του ίδιου έτους από την Capitol μαζί με τα εμβληματικά soundtrack «Eye of the Tiger» και «Burning Heart».

Η μουσική παρακαταθήκη του συγκροτήματος κατακυρώθηκε έξι χρόνια αργότερα, όταν και έγινε επίσημα μέλος του Memphis Music Hall of Fame της «τάξης» του 2012. Πλέον οι «ψυχοπαθείς», μοχθηροί, σκοτεινοί τύποι από την πόλη του Τενεσί είχαν εξελιχθεί από μια απόκοσμη underground ραπ κολλεκτίβα σε μια πανίσχυρη μουσική δυναστεία που αποτέλεσε το μεγαλύτερο εξαγώγιμο Hip-Hop εγχείρημα του Μέμφις.

Οι Three 6 Mafia, Juicy J και DJ Paul, και ο ράπερ Frayser Boy στην απονομή των Όσκαρ το 2006 (Photo: Associated Press)

Για περισσότερες από δύο δεκαετίες, ο ήχος του Μέμφις ήταν η ραχοκοκαλιά της ραπ μουσικής. Πολλά από τα μεταγενέστερα mainstream υποείδη του Hip-Hop όπως η snap, η phonk και η σύγχρονη trap είναι αποτέλεσμα της πρώιμης crunk αισθητικής που επινόησαν οι «πατέρες» του Memphis Rap και διέδωσαν με απόλυτη επιτυχία οι Three 6 Mafia. Η ωμή αυτή τεχνοτροπία έφερε στο προσκήνιο έναν από τους κύριους εκφραστές της σύγχρονης crunk μουσικής, τον Lil Jon, που χάρη στη μουσική του ιδιοφυία και με όχημα τους East Side Boyz επηρέασε μια πληθώρα αντισυμβατικών ράπερ και συγκροτημάτων από την Ατλάντα όπως οι YoungBloodz, οι Dem Franchize Boyz, οι Ying Yang Twins, ο Lil Scrappy κ.α.

Η διείσδυση της crunk μουσικής στην ποπ κουλτούρα ήταν πια γεγονός και η παγκόσμια επιτυχία της αντιπροσώπευε κάτι πολύ μεγαλύτερο: την απόδειξη ότι το Μέμφις δεν ήταν απλά μια αμελητέα ποσότητα στο μουσικό χάρτη του Αμερικανικού Νότου αλλά ένα από τα σημαντικότερα κέντρα καινοτομίας και εφευρετικότητας της Hip-Hop κουλτούρας.